- γράδο
- το(λ. ιταλ.)1. το όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού.2. ο βαθμός της πυκνότητας ενός υγρού: Το κρασί είχε υψηλά γράδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γράδο — το και γράδος, ο 1. βαθμόμετρο υγρών 2. βαθμός πυκνότητας ενός υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grado < λατ. gradus «βαθμός»] … Dictionary of Greek
γραδάρω — [γράδο] μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο … Dictionary of Greek
γραδάρω — γραδάρισα, γραδαρισμένος, μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: Γραδάρισα το οινόπνευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οξύμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας υγρών, αλλ. γράδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)